- Ἰταλικούς
- ἸταλικόςItalianmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Οστρογότθοι — (= ανατολικοί Γότθοι). Κλάδος της γερμανικής φυλής των Γότθων, οι οποίοι στα τέλη του 2ου και στις αρχές του 3ου αι. μ.Χ. μετανάστευσαν από τη Βαλτική στη νότια Ρωσία και εγκαταστάθηκαν μεταξύ των ποταμών Δούναβη και Δον. Ο Δνείστερος τους χώρισε … Dictionary of Greek
ένταση — η (AM ἔντασις) 1. τέντωμα, διάταση («η ένταση τής χορδής») 2. αύξηση, επίταση «πυρετού έντασις» η άνοδος τού πυρετού) νεοελλ. 1. το μέτρο τού μεγέθους ή τής αποτελεσματικότητας τού ήχου, τού φωτός, τής ακτινοβολίας κ.λπ. 2. φρ. α) «ένταση ήχου» η … Dictionary of Greek
επιτάχυνση — O χρονικός ρυθμός μεταβολής της ταχύτητας σε ένα κινούμενο αντικείμενο. Ας θεωρήσουμε, για παράδειγμα, ένα αυτοκίνητο, το οποίο, ξεκινώντας από στάση, αποκτά σε δέκα δευτερόλεπτα ταχύτητα 10 μ./δευτ. Αν σε αυτά τα δέκα δευτερόλεπτα είχε σταθερή ε … Dictionary of Greek
ιταλισμός — ο 1. ιδιαίτερος τρόπος έκφρασης που προσιδιάζει στην ιταλική γλώσσα 2. το να μιμείται κάποιος τους Ιταλούς, το να επιτηδεύεται ιταλικούς τρόπους ή το να διάκειται ευμενώς προς αυτούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰταλίζω. Η λ. στον πληθ. ἰταλισμοί μαρτυρείται… … Dictionary of Greek
πιερότος — Πρόσωπο της Κομέντια ντελ’ άρτε, που προήλθε ίσως από τη φιγούρα του Πεντρολίνο. Ο τύπος που παρουσίαζε εισήχθη στη Γαλλία στο τέλος του 16ου αι. με ιταλικούς κωμικούς θιάσους (από τους διασημότερους ήταν ο θίασος τωνΤζελόζι) και αποτέλεσε μαζί… … Dictionary of Greek
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek
Αϊάνο — (Αiano). Επώνυμο Ιταλών φιλελλήνων. 1. Αντρέα Μπρόλιο, κόμης ντ’ Α. (1788 – 1828). To 1808 πολέμησε υπέρ της ιταλικής ανεξαρτησίας εναντίον των Αυστριακών και το 1812 πήρε μέρος, ως αξιωματικός του ιππικού, στην εκστρατεία του Ναπολέοντα εναντίον … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Γκολντόνι, Κάρλο — (Carlo Goldoni, Βενετία 1707 – Παρίσι 1793). Ιταλός κωμωδιογράφος. Από μικρός έδειξε εξαιρετική αγάπη για το θέατρο και σε ηλικία μόλις 8 ετών έγραψε το πρώτο έργο του για το οικογενειακό θεατράκι. Καθώς ο πατέρας του ήταν γιατρός και πήγαινε από … Dictionary of Greek